ἔνυδροι

ἔνυδροι
ἔνυδρος
with water in it
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λειμώνιος — α, ο (Α λειμώνιος, ία, ον, ποιητ. θηλ. και λειμωνιάς, άδος και λειμωνίς, ίδος) [λειμών] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λειμώνα ή προέρχεται από λειμώνα, λιβαδήσιος («λειμώνια ἄνθεα», Αισχύλ.) αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ λειμωνιάς νύμφη τού λειμώνα… …   Dictionary of Greek

  • χερσεύω — ΜΑ [χέρσος] (το παθ.) χερσεύομαι μεταβάλλομαι σε χέρσο, γίνομαι ξερός και άγονος, χερσώνομαι (α. «γῆν χερσευομένην», Ευσ. β. «ἀγαθὴ γῆ πέφυκεν, ἀλλ ἀμεληθεῑσα χερσεύεται», Πλούτ.) αρχ. 1. ζω ή βρίσκομαι στη στεριά («χελώνη μὴ δυναμένη χερσεύειν» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”